- αποπυτιζω
- ἀποπυτίζωἀπο-πῡτίζω1) извергать
(τέν θάλατταν Arst.)
2) бить струей(αἷμα ἀποπυτίζει Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέν θάλατταν Arst.)
(αἷμα ἀποπυτίζει Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποπυτίζω — ἀποπυτίζω (Α) [πυτίζω] αποπτύω, φτύνω … Dictionary of Greek
ἀποπυτίζει — ἀποπυτίζω pres ind mp 2nd sg ἀποπυτίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀποπυτίζει — ἀποπυτίζει , ἀποπυτίζω pres ind mp 2nd sg ἀποπυτίζει , ἀποπυτίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)